- φωτομοντέλο
- τοάτομο που ο φωτογράφος χρησιμοποιεί ως μοντέλο (βλ. λ.) στις φωτογραφήσεις του.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
φωτομοντέλο — το, Ν πρόσωπο που χρησιμοποιείται ως μοντέλο για καλλιτεχνικές φωτογραφίες προορισμένες να στολίζουν εξώφυλλα περιοδικών και διαφημιστικά κείμενα. [ΕΤΥΜΟΛ. < φωτ(ο) * + μοντέλο] … Dictionary of Greek
φωτ(ο)- — α συνθετικό λ. όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο ουσ. φῶς, φωτός και δηλώνει ότι το σύνθ. έχει σχέση με το φως ή αναφέρεται σ αυτό. Το α συνθετικό φωτ(ο) γνώρισε μεγάλη επίδοση στη Νέα Ελληνική, όπου χρησιμοποιήθηκε για τον… … Dictionary of Greek